- θεομηνία
- cataclysme
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
θεομηνία — θεομηνίᾱ , θεομηνία wrath of God fem nom/voc/acc dual θεομηνίᾱ , θεομηνία wrath of God fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεομηνίᾳ — θεομηνίᾱͅ , θεομηνία wrath of God fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεομηνία — η (AM θεομηνία) η οργή τού θεού νεοελλ. μεγάλη καταστροφή που προέρχεται από κακοκαιρία, σεισμό, πλημμύρα κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μήνις] … Dictionary of Greek
θεομηνία — η κάθε αιτία (ανεμοθύελλα, χαλάζι, σεισμός κτλ.) που προξενεί μεγάλες καταστροφές, ιδιαίτερα στη γεωργία: Σ αυτούς που πλήττονται από θεομηνίες το κράτος χορηγεί έκτακτη βοήθεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεομηνίας — θεομηνίᾱς , θεομηνία wrath of God fem acc pl θεομηνίᾱς , θεομηνία wrath of God fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεομηνίαι — θεομηνίᾱͅ , θεομηνία wrath of God fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεομηνίαν — θεομηνίᾱν , θεομηνία wrath of God fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεομηνίαις — θεομηνία wrath of God fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανοικοδόμηση — η (AM ἀνοικοδόμησις, εως) η εκ νέου οικοδόμηση, ξαναχτίσιμο, επανίδρυση νεοελλ. 1. η εκ νέου κατασκευή των οικοδομημάτων μιας περιοχής που καταστράφηκαν από πόλεμο ή θεομηνία 2. η ανασυγκρότηση, η οικονομική ανόρθωση μιας χώρας ή ενός τομέα της… … Dictionary of Greek
βιβλικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Βίβλο, στην Αγία Γραφή 2. φρ. α) «βιβλική μορφή» σεβαστή μορφή που θυμίζει πρόσωπο της Βίβλου β) «βιβλική καταστροφή» θεομηνία σαν αυτές που περιγράφονται στη Βίβλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Βίβλος πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
δαπάνημα — το (AM δαπάνημα, Μ και δαπάνεμα) [δαπανώ] τα είδη ή τα χρήματα που έχουν ξοδευτεί μσν. συμφορά, θεομηνία αρχ. πληθ. εφόδια … Dictionary of Greek